PDF

Προσφώνησις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύρου κ. Δωροθέου Β’ προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλον επί τη αποπερατώσει των εργασιών αποκαταστάσεως και ανακαινίσεως του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου πολιούχου Ερμουπολέως
και τη ελεύσει εξ Ιταλίας αποτμήματος εκ των Ιερών Λειψάνων του

 

Μακαριώτατε,

Αν επί του κόσμου τούτου υφίσταται ενδιαίτημα αντάξιον της μεγαλωσύνης του Κυρίου, το οποίον δύναται να περιχωρήση τον Απεριχώρητον, τούτο είναι το συγγενές προς τον Θεόν ανθρώπινο πνεύμα.  Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος διεκήρυξε προς τον ανακρίνοντα αυτόν ειδωλολάτρη βασιλέα ότι κάθε Χριστιανός είναι θεοφόρος, διότι «θεοφόρος εστίν, ο Χριστόν έχων εν στέρνοις.  Γέγραπται γαρ, ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω.»

Αλλ’ αν ο Θεός, ως αμιγές και πανυπερτέλειον Πνεύμα ίσταται επέκεινα παντός υλικού περιορισμού, ο άνθρωπος, δισύνθετος ων, τον θησαυρόν της ψυχής του εντός πηλίνου σκεύους φέρει.  Ουρανός και γη συμπτύσσονται εις αυτόν τόσον στενώς, ώστε δεν δύναται ο άνθρωπος να λατρεύση τον Θεόν, χωρίς να ανατρέχη και εις την από των αισθήσεων βοήθειαν.

Το «ναόν ουκ είδον εν αυτή, ο γαρ Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ ναός αυτής έστι και το Αρνίον», ελέχθη υπό του συγγραφέως της Αποκαλύψεως δια την άνω Ιερουσαλήμ, ένθα λατρεύεται ο Θεός από τας απηλλαγμένας από την άργιλλον των παρόντων ψυχάς των μακαρίων. Όσον αφορά, όμως, την παρούσαν όψιν των γηΐνων, τα υλικά αναποσπάστως θα συμβαδίζουν μετά των πνευματικών.  Όπως δια να λάμψη το φως πρέπει να τεθή εντός της λυχνίας, τοιουτοιτρόπως και εν χειροποιήτω ναώ πρέπει ο αχειροποίητος της ψυχής μας ναός να κλίνη τα γόνατα, δια να δοξάζεται ο Κύριος και εν τω σώματι και εν τω πνεύματι ημών.

Ο Χριστιανικός Ναός είναι κατά ταύτα «επίγειος ουρανός, εις τον οποίον ο επουράνιος Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί, αντιτυπών την σταύρωσιν και την ταφήν και την Ανάστασιν Χριστού, δεδοξασμένος υπέρ την σκηνήν του Μωϋσέως, εν Πατριάρχαις προτυπωθείς, εν Αποστόλοις θεμελιωθείς, εν Προφήταις προκηρυχθείς, εν Ιεράρχαις κατακοσμηθείς, εν Μάρτυσι τελειωθείς» κατά τον Άγιον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως, αι εν τοις Αγίοις αυτών λειψάνοις ενθρονισθείς, εντός του οποίου γενεαί γενεών πιστών και ευλαβών Χριστιανών κοινήν προς τον ουράνιον Πατέρα προσφέρουν λατρείαν, ενισχύουν την πίστιν των, καλλιεργούν τους μεταξύ αυτών αδελφικούς δεσμούς, παραμυθούνται εις καιρούς χαλεπούς, ευγνώμονα ύμνον εις δεσμούς, παραμυθούνται εις καιρούς χαλεπούς, ευγνώμονα ύμνον εις περιόδους χαράς αναπέμπουν, το Ευαγγέλιον υπό την καθοδήγησιν ποιμένων πεπειραμένων μελετούν, τη θείαν Χάριν δια των Μυστηρίων αποκτούν, τας κρισιμωτέρας της ζωής των στιγμάς, γέννησιν, γάμον και θανήν καθαγιάζουν, την ευσέβιαν των διαιωνίζουν, και την ουρανοδρόμον της σωτηρίας κλίμακα ανευρίσκουν.

Δια τούτο και ο ευγενής και θεοφιλής Ελληνικός λαός παντού και πάντοτε, άλλοτε από το περίσσευμα και άλλοτε από το υστέρημά του, ανήγειρεν Ναούς, εις τους οποίους ανεζήτει και εύρισκεν παραμυθίαν εις τας συμφοράς του, δύναμιν εις τας κακουχίας του, ελπίδα εις τας καταστροφάς του. 

Ειδικώτερον, ο πρόσφυγας της Ερμουπόλεως λαός, φέρων επί του σώματός του τα στίγματα του πολέμου και τους μώλωπας του ξερριζωμού και της καταστροφής, και επί των χειρών του τα ιερά και τα όσια του Γένους και της Θρησκείας του, πριν ακόμη ριζώσει εις τον φιλόξενον της Σύρου τόπον, Ναόν του Σωτήρος το 1824 ανήγειρε, δια την σωτηρίαν του έθνους ευχαριστήριον, εις τον προαύλιον του οποίου το 1826, η συνέλευσις των κατοίκων της νεοφύτου πόλεως, τη εισηγήσει του εκ Χίου Λουκά Ράλλη, Ερμούπολιν αυτήν ωνόμασεν και Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου θεμελιωμένον με τα, σύμμικτα με αίμα ηρώων και μαρτύρων, δάκρυα των εξορίστων Χίων και Ψαρριανών, το 1828 ωκοδόμησεν και εν τω πνευματικώ αρτοφορίω αυτού, μαργαρίτην πολύτιμον, την ιεράν και ανά την οικουμένην περίπυστον Εικόνα της Κοιμήσεως, την φέρουσαν την ιδιόχειρον υπογραφήν του «δείξαντος» Δομηνίκου Θεοτοκοπούλου τεθησαύρισεν.

Και όταν η Ερμούπολις, την οποίαν «η Ελληνική Επανάστασις, ως άλλη Λητώ περιπλανωμένη και ωδίνουσα εγέννησε φιλοξενηθείσα εν Σύρω», κατά την προσφυεστάτην έκφρασιν της Εφημερίδος «Ηλιος» του 1875, ο πρώτος και μέγιστος της ελευθέρας Ελλάδας λιμήν κατέστη, η δε Σύρος «μεταλλείον χρυσού», «αποθήκη του Αιγαίου πελάγους» και «τροφόςτης Ελλάδος» εγένετο και το όνομά της περιώνυμον δια την ναυτοσύνην και το εμμπόριον κατέστη, περίλαμπρος υψώθη ο Ναός του Προστάτου των Ναυτικών, Αγίου Νικολάου, δια τον οποίον ο Βασιλεύς Όθων προσωπικώς ενδιεφέρθη και τα οικοδομικά σχέδια του οποίου επεμελήθη, ιδιοχείρως υπογράφων επ’ αυτών και δια ΒΔ του Δεπτεμβρίου του 1851 επικυρώσας ταύτα, εις το οποίον ιδιαιτέρως ετόνιζεν ότι «πάσα μεταρρύθμισις εις τα σχέδια ταύτα, η οποία ήθελε τυχόν φανή αναγκαία να επενεχθή εις αυτά προς ελάττωσιν τα δαπάνης ή προς εκπλήρωσιν άλλου τινός σκοπού θέλει υποβάλλεσθαι εις την Ημετέραν έγκρισιν».  Ο Ναός εθεμελιώθη την 28ην Φεβρουαρίου 1848 υπό του αοιδίμου προκατόχου ημών Δανιήλ Κοντούδη, του Χίου και ενεκαινιάσθη την 13ην Σεπτεμβρίου 1870 υπό των τιμίων χειρών του επιφανούς προκατόχου ημών Αλεξάνδρου του Λυκούργου, του Σαμίου, ο μεγαλύτερος της υποδούλου τότε και ελευθέρας Ελλάδος Ναός, «παμμέγιστος και θειότατος, θρόνος της δόξης του Θεού, χερουβικόν όχημα και στερέωμα δεύτερον, θέαμα και έργον άξιον, ωραίος και ωραίων ωραιότερος», σεμνυνόμενος διά την επιβλητικήν και θαυματουργόν Εικόνα του Αγίου, η οποία εζωγραφήθη και επηργυρώθη εις την Μόσχαν, την Πρωτεύουσαν πόλιν της Αγίας και Μεγάλης Αυτοκρατορίας του Ρωσσικού Έθνους, το 1852 «δαπάνη της Ορθοδόξου δούλης του Θεού Σοφίας θυγατρός Μπερναρδάκη, εκ πόλεως Ταγανρόγ», ως η αφιερωματική επιγραφή εις το υποπόδιον του Αγίου αναφέρει.

Το κάλλος, η επιβλητικότης και η μεγαλοπρέπεια του Ι. Ναού καταπλήττουν κάθε επισκέπτην της Σύρου και προσκυνητήν του Αγίου! Αι επιβλητικαί αναλογίαι του διωρόφου Ναού, τα εκπληκτικής ωραιότητος πανύψηλα μαρμάρινα κωδωνοστάσια, τα μαρμάρινα προπύλαια με κιονοστοιχία από τέσσαρας κίονας ιωνικού ρυθμού, η μεγαλοπρεπής είσοδος, και ο περίτεχνος γλυπτός διάκοσμος, με τα αρχαϊκά ανθέμια και ακρωτήρια, τα τρίγλυφα και τους ρόδακες, που διαρρέουν το οικοδόμημα, του προσδίδουν μνημειακόν αρχαιοελληνικόν χαρακτήρα.

Το μαρμάρινον τέμπλον του Ναού, φιλοτεχνημένον κατά την περίοδον 1883-1899 από τον Τήνιον μαρμαρογλύπτην Γεώργιον Βιτάλην, θεωρείται από τα ωραιότερα τέμπλα του 19ου αιώνος και ως προς την σύνθεσιν και ως προς την εκτέλεσιν.  Πρόκειται δι’ έργον μοναδικόν, διαφορετικόν από την έως τότε παράδοσιν, εις το οποίον συνδυάζονται κλασσικιστικά στοιχεία, όπως οι ολόσωμοι άγγελοι εις το τόξον της Ωραίας Πύλης, με στοιχεία Δυτικής τεχνοτροπίας, όπως διαφαίνεται εις το επάνω τμήμα του τέμπλου, όπου είναι φανερή η επίδρασης από το αλτάριον του Giovanni Bellini, έργον του 1488, ευρισκόμενον εις την Chiesa dei Frari της Βενετίας.  Εις την Βενετίαν επίσης παραπέμπουν και τα διπλά τόξα των εορτών εις τας επάνω ζώνας του τέμπλου, τα οποία υπενθυμίζουν προσόψεις κτιρίων της.

Πρόκειται δι’ ένα τέμπλον, το οποίον απετέλεσεν πρότυπον και δι’ άλλους καλλιτέχνας, τον απόηχον του οποίου αναγνωρίζομεν εις το τέμπλον του Αγίου Νικολάου Καλύμνου, έργον του Νικολάου Περάκη. Αλλά και ο δεσποτικός Θρόνος του Ναού, έργον και τούτο του Γ. Βιτάλη, με τους ολογλύφους αγγέλους να στηρίζουν τον ουρανόν, τους μαρμαρίνους λέοντας εις την βάσιν και τας προτομάς των αγγέλων εις τα πλαϊνά τμήματα, απετέλεσεν σημείον αναφοράς και πρότυπον διά πολλά εκκλησιαστικά έργα.

Εξαιρετικής τέχνης, ωσαύτως είναι και ο μαρμάρινος άμβων του Ναού, ο έχων ως πρότυπον τον Άμβωνα του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, τον οποίον εφιλοτέχνησεν ο εκ Τριποτάμου Τήνου μαρμαρογλύπτης Γεώργιος Βιτάλης, πεντάπλευρος, στηριζόμενος εις κεφαλήν αγγέλου, με πλουσίαν και μερικώς επιχρυσωμένην γλυπτήν διακόσμησιν, κατασκευασθείς υπό του Χίου την καταγωγήν γλύπτου Αντωνίου Φραγκούλη και δι’ εικόνων καταστολισθείς υπό του Τηνίου αγιογράφου Φραγκίσου Δεσύπρη, χορηγία της επιφανούς οικογενείας Δημητρίου Βαφιαδάκη, το 1868.

Δικαιολογημένως, λοιπόν, ο Ναός αρίζηλον δόξαν εντός και εκτός Ελλάδος κατέκτησεν! Δια τούτο οι επιφανείς αφικόμενοι προσκυνηταί και θαυμασταί του, πρέσβεις, πλοιοκτήται, επιχειρηματίαι, πρόξενοι εκ τε της Ελλάδος, αλλά και εκ της Ρωσσίας και των Παραδουναβίων Χωρών πολύτιμα αφιέρωσαν εις τον Ναόν ιερά σκεύη, Ευαγγέλια, Άγια Ποτήρια, Σταυρούς ευλογίας, χρυσοκεντήτους Επιταφίους, ως ανεκτίμητη πνευματική περιουσία εις το ιερόν Βήμα φυλασσόμενα, καθώς και τους δια τας του φωτός μαρμαρυγάς τον Ναόν καταλάμποντας και τους εν αυτώ καταπλήσσοντας μοναδικούς, εποχής Μαρίας Θηρεσίας εκ Τεργέστης πολυελαίους και τους εκ Βενετίας ορειχαλκίνους τοιούτους.

Αναφέρομεν την ενθουσιώδη αντίδρασιν της Βασιλίσσης Όλγας, η οποία κατά την επίσκεψίν της μετά του Βασιλέως του Γένους των Ελλήνων Γεωργίου εις την Σύρον, προσέφερεν 3.000 χρυσάς λίρας διά την αποπεράτωσιν των κωδωνοστασίων, εις ένδειξιν δε θαυμασμού της εδώρισεν εις τον Ναόν τους τέσσαρας φανούς της Βασιλικής αμάξης, οι οποίοι περικοσμούν μέχρι και σήμερον το εσωτερικόν του

Ο δε τελευταίος Τσάρος Πασών των Ρωσσιών Νικόλαος Ρωμανώφ, ο θάνατος του οποίου δια πενθίμων κωδωνοκρουσιών του Ναού εις Σύρον ανηγγέλθη, απέστειλεν εις τον Άγιον βαρύτιμον Εγκόλπιον, φυλασσόμενον εντός του σκευοφυλακίου και άπαξ του ενιαυτού επί της Εικόνας του Αγίου, την ημέραν της πανηγύρεώς του, φερόμενον.

Ο πανδαμάτωρ χρόνος, όμως, σημαντικάς επέφερε φθοράς εις τον Χριστανικόν Παρθενώνα της Νεωτέρας Ελλάδος δι’ ο και αφ’ ης ευλογημένης ημέρας η Πανσθενής του Κυρίου δεξιά ηλεημένον έθεσεν ημάς ημάς εις το πηδάλιον της νοητής δοληχιρεύτου της Εκκλησίας της Σύρου νηός, στόχον πρωταρχικών εθέσαμεν την εις την προτέραν λαμπρότητα αποκατάστασίν του, διά την οποίαν, τη ημετέρα παρακλήσει, φιλάγια και φιλέντολα τέκνα της Σύρου, αλλά και των Κυκλάδων και της Ελλάδος, προθύμως και δαψιλώς συνέδραμον, ων τα ονόματα όχι μόνον εν λιθίναις πλάξιν ενεγράφησαν αλλά και εν βίβλω ζωής γραφείησαν και τους οποίους παρακαλούμεν να συνεχίσουν την προς τον Ναόν του Αγίου μας αγαπητικήν προσφοράν, διότι «το ωμοφόριόν του φέρει εισέτι φθοράς!».

Και ιδού σήμερον, πληθύς η των Συρίων αγάλλεται φωτοπερίχυτον θεωμένη τον του Πολιούχου αυτής Αγίου Νικολάου Ναόν, το χαριτόβρυτον Λείψανόν Του, μαργαρίτην πολύτιμον και παλλάδιον απροσμάχητον, υπό τους θόλους αυτού από του νυν και εις τον αιώνα περικλείοντα.

Και ιδού σήμερον, των Συρίων ο δήμος καταπλήσσεται ορών τον των Ελλήνων Αρχιθύτην τον κλεινόν, τον Πρωτόθρονον της Ελλάδος και Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, τον Μακαριώτατον και Θειότατον Πατέρα ημών κ.κ. Χριστόδουλον, προεξάρχοντα και συμπροσευχόμενον μεθ’ ημών!

Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

εν ανεκλαλήτω χαρά και ευλαβεία και συγκινήσει πολλή ο Ιερός Κλήρος, οι τα πρώτα φέροντες, ο Εντιμότατος Υπουργός Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, οι ένδοξοι εκπρόσωποι του Ελληνικού Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας και ο ευσεβής λαός της ναυκρατούσης νήσου Σύρου Σας υποδεχόμεθα σήμερον, τον Πρώτον από της ανακηρύξεως της Αυτοκεφαλίας της Αγιωτάτης και Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος Προκαθήμενον, τον εις τον πάνσεπτον του Αγίου Νικολάου Ναόν την αναίμακτον θυσίαν ιερουργήσοντα.

Εις το σημείον τούτο, οφειλετικώς και καθηκόντως προς τε την Ιστορίαν και προς Υμάς, αναφέρομεν τα επισυμβάντα εν Ερμουπόλει την 20ην Αυγούστου 1850, ως καταγράφονται εις την εφημερίδα «Αίολος» της εποχής:

«Η εικοστή του λήγοντος Αυγούστου, ημέρα Κυριακή, ήτον ημέρα χαράς και αγαλλιάσεως δια την Ερμουπολιν. Από πρωΐας οι μεγάλοι και ηχητικοί κώδωνες ανήγγειλαν την ώραν της ενάρξεως των Εγκαινίων της Εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία προ 23 ετών ανηγέρθη φιλοτιμω δαπάνη και συνδρομή των ενταύθα προσφύγων Ελλήνων.

«Μόλις ετελείωσεν η τελετή αύτη περί την 9ην ώραν π.μ. και ευθύς οι κώδωνες της Μητροπόλεως, σημαιοστόλιστοι από πρωΐας, ανήγγειλαν την έναρξιν άλλης μεγαλητέρας και σοβαρωτέρας τελετής.  Η τελετή αύτη ήτον η της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας ημών ως Αυτοκεφάλου παρά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Πλήθος άπειρον πολιτών προγνωρίζον την τελετήν ταύτην εκ τε του Βασιλικού προγράμματος, επιτάττοντος την ημέραν της τελετής, και τα κατά την τελετήν, και εκ της φήμης, ήτις διεδόθη κατά πάσαν την πόλιν, περί της γενησομένης τελετής, άμα ο Συνοδικός τόμος και τα Πατριαρχικά γράμματα έφθασαν δια του ατμοκινήτου της 16ης Αυγούστου, ήσαν συνηγμένοι πάσης τάξεως και πάσης ηλικίας, αναμένοντες τας αρχάς, οίτινες προσεκλήθησαν παρά του Σεβασμιωτάτου ημών Αρχιερέως, των οποίων και συνελθουσών ήρξατο η τελετή περί την 9ην και ημίσειαν ώραν.

«Ιδίως δε χρέος μας νομίζομεν να ομολογήσωμεν, ότι καθ’ ην στιγμήν ανεγινώσκετο ο ιερός τόμος και η ιερά εγκύκλιος εν τω μέσω της μεγαλητέρας και βαθυτάτης σιωπής, τα δάκρυα τα οποία έτρεχον εις τας παρειάς του Σεβασμιωτάτου ημών Μητροπολίτου εμαρτύρουν την άκραν ευχαρίστησιν, την οποίαν ησθάνετο ενδομύχως δια την ιεράν αναγνώρισιν του Αυτοκεφάλου της Ελληνικής Εκκλησίας, και μάλιστα ενώ εξ αρχής της συστάσεως της εν Ελλάδι Ιεράς Συνόδου είχε πάντοτε αυτό το φρόνημα, και πολλάκις ημείς αυτοί τον ηκούσαμεν να εύχηται την παρά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αναγνώρισιν της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Αυτοκεφάλου.»

Εν επιγνώσει, λοιπόν, εν ταπεινώσει και εν ευλαβεία πολλή, ευγνωμονούσα η εκκλησία της Σύρου ηξιώθη να δεχθεί Υμάς, Μακαριώτατε, τον Σεπτόν ημών αρχιποίμενα ευλογούντα και αγιάζοντα, τον ιερόν κλήρον, τον ευσεβή λαόν και τους φιλοχρίστους άρχοντας.  Η παρουσία Υμών εις την έδραν της καθ’ ημάς πολυνησιακής Μητροπόλεως καταδεικνύει ότι θέτετε υπό την σκέπην των πτερύγων της Υμετέρας Αγάπης και τας λοιπάς 11 νήσους της Επαρχίας ημών, οι πιστοί και ευλαβείς κάτοικοι των οποίων υπερνικούντες τα της θαλάσσης εμπόδια νοερώς παρίστανται συμπροσευχόμενοι και ευχαριστούντες.

Σας υποδεχόμεθα ως δρόσον Αερμών, ως Μυστικήν του Πνεύματος Σάλπιγγα, ως σύμβολον και κήρυκα της ζώσης μαρτυρίας δια το όνομα του Ιησού, ως τον πανσθενουργόν Πνεύμα κεκτημένον της Ελλάδος Πρωθιεράρχην, τον επαξίως εις το Σεπτόν της Ιεραρχίας Αυτής Σώμα τα Πρωτεία φέροντα, τον την Εκκλησίαν ημών περιώνυμον τη οικουμένη καταστήσαντα, ιδίαις χερσίν κομίζοντα το μυρόβλητον του των Μύρων Επισκόπου, Αγίου Νικολάου λείψανον, συνδέοντα και επισφραγίζοντα από του νυν δια της παρουσίας Υμών την εκπλήρωσιν ευσεβούς πόθου πάντων ημών.

Ήδη, Μακαριώτατε, συμπληρούται τεσσαρακονταετία, αφ’ ης, γενομένης τότε συζητήσεως περί επιστροφής εις Ελλάδα των Λειψάνων του Αγίου Νικολάου, ο ευσεβής λαός της Σύρου ομοθυμαδόν ητήσατο και εντόνως, πλην ματαίως, διεξεδίκησεν, δια βαρυσημάντων προς τε την Ιεράν Σύνδον, την Α.Θ.Π., τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόραν και τον Αγιώτατον Πάπα Ρώμης Παύλον τον Στ’, επιστολών του μακαριστού προκατόχου ημών Δωροθέου του Α΄, του τότε Δημάρχου Ερμουπόλεως Σταύρου Βαφία και του Αειμνήστου Μεγάλου Ευεργέτου του Ναού Νικολάου Ρεθύμνη, την εις Ερμούπολιν και εν τω εν ταύτη πανσέπτω του Αγίου Ναώ εναπόθεσιν αυτών, εις διηνεκή προσκύνησιν και προστασίαν της νήσου ταύτης και της Ελλάδος απάσης.

Διότι, τα Λείψανα των αγίων, είτε εν αφθαρσία θαυματουργική είτε εν φθορά φυσιολογική, αποτελούν δια τους πιστούς πηγάς ιαμάτων και κρουνούς χάριτος.  Ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι τα άγια λείψανα αγιάζουν και τον τόπον όπου εναπόκεινται, αγιάζουν και όσους κατοικούν εις αυτόν, ενώ ο ιερός Χρυσόστομος μακαρίζει την Αντιόχεια διότι τειχίζεται δια των ιερών λειψάνων του Αγίου Ιγνατίου και βεβαιώνει του ακροατάς του ότι όχι μόνο τα οστά των μαρτύρων κα οσίων, αλλά και οι τάφοι και αι λάρνακες αυτών βρύουν την ευλογίαν, εις δε τον λόγον του εις την αγίαν Μάρτυρα Δροσίδα αναφέρει ότι «όσα ουκ ισχύει πλούτος και χρυσίον, τοσαύτα ισχύει μαρτύρων λείψανα.  Χρυσίον μεν γαρ ούτε νόσον απήλασε πώποτε, ούτε θάνατον εφυγάδευσε, μαρτύρων δε οστά αμφότερα ταύτα εισγάσατο».

Και ο εν αγίοις Μέγας της Εκκλησίας διδάσκαλος, της πίστεως ομολογητής, των αδικουμένων προστάτης και των ναυτιλλομένων ρύστης Νικόλαος, εν στέρνοις έχων τον Κύριον, αληθώς θεοφόρος ανεδείχθη και το φθαρτόν σώμα του κατοικητήριον Πνεύματος κατέστη, αγιάζον και ιώμενον πάντας τους πίστει και πόθω προσερχομένους και προσκυνούντας αυτό!

Τείχος απροσμάχητον της πόλεως και της νήσου Σύρου εις το εξής το τίμιον του Αγίου Νικολάου λείψανον, εις τον πανσέβαστον Ναόν του τεθησαυρισμένον, θα αποτελή διηνεκή φάρο παρηγορίας και σωτηρίας, αλλά και υπόμνησιν διαρκή της εν φιλαλλήλω αγάπη και κατά Χριστόν συνεργασίας των δύο συνοίκων εν Σύρω Εκκλησιών, και δη του αγαπητού αδελφού Επισκόπου κ. Φραγκίσκου Παπαμανώλη, ο οποίος ευδοκία Κυρίου συνέδεσεν το όνομά του με την ημέραν ταύτην, της ελεύσεως του λειψάνου του Αγίου Νικολάου, χάρις εις την πρόφρονα συμβολή του οποίου τιμώμεν και εορτάζομεν και την οποίαν γενεαί ευσεβών χριστιανών ωραματίσθησαν.

Ευχαριστούμεν τον ενταύθα συνελθόντα και με’ ημών συνεορτάζοντα Αγιώτατον Αρχιερέα Θήρας κ. Επιφάνιον, γείτονα και συνθαλασσοπορούντα, τον δια της παρουσίας αυτού την ημέραν ταύτην λαμπρύνοντα.

Εν βαθυμύχω δε ευχαριστία στρεφομεν την σκέψιν και τας ευχάς ημών προς τον Εκλαμπρότατον Καρδινάλιον και Αρχιεπίσκοπον Μεδιολάνων Διονύσιον Τετταμάντσι, δια την επισφράγισιν της γνησιότητος του ιερού αποτμήματος, ευχόμενοι αυτώ αδιάπτωτον υγείαν εν ευδαιμονία πνευματική.

Αδελφικόν δ’ ασπασμόν αγάπης απευθύνομεν και προς τους Πανοσιωτάτους εκπροσώπους του, κ.κ. Αρόσιον Τζουζέπε, Ρόκκα Αλμπέρτο και Ποντάνι Ρικάρντο, οι οποίοι εξ Ιταλίας μετέφερον το ιερόν Λείψανον και ήδη με’ ημών συνεορτάζουν και συγχαίρουν δια την πανεύφημον ημέραν ταύτην, κατά την οποίαν πέριξ του χαριτοβρύτου αποτμήματος των λειψάνων του Αγίου Νικολάου, η Χάρις του οποίου τα διεστώτα εις ταύτο συνήγαγεν και με την Χάριν και την καθοδήγησιν του οποίου, τη πατρώα πίστει στερρώς εχόμενοι, μηδέν απεμπολούντες και ουδέ κατά κεραίαν αποκλίνοντες αυτής, δεν θα παύσωμεν εργαζόμενοι και κοπιώντες δια την εν ειρήνη και ομονοία συνεργασίαν των δύο εν Σύρω Εκκλησιών, δια του κηρού της αγάπης τα ώτα κλείοντες εις τα φωνάς της μισαλλοδοξίας όλων, όσοι εναντίον ημών ευκαίρως, ακαίρως, πικρώς και ως μη ώφελεν δια τούτο στρέφονται. 

     Μακαριώτατε Δέσποτα,
     Πατέρα μου,

Ο πανταχόθεν διακρινόμενος Ναός του Αγίου Νικολάου συμβολίζει την πανταχού θαυματουργικήν παρουσίαν του εις την ζωήν των κατοίκων της Σύρου, ναυτιλλομένων και μη.  Το αποδεικνύουν αι των ναυτικών εμπειρίαι, οι οποίοι πολλές φορές είδον τον Άγιον περιπατούντα επί της θαλάσσης και εξ εσχάτων κινδύνων διασώζοντος αυτούς. Το αποδεικνύει το θαύμα, το κατά την εορτήν του Αγίου, την 6ην Δεκεμβρίου 1967, εν Σύρω γενόμενον, ότε ο Άγιος εκ δεινής θαλασσοταραχής διέσωσεν τα επιβατικά πλοία «Κανάρης», «Καραϊσκάκης», «Κολοκοτρώνης» και «Μυρτιδιώτισσα», κατά την μαρτυρίαν του πλοιάρχου του «Κολοκοτρώνη» Νικολάου Παπακυριάκη, δημοσιευθείσαν εις το Περιοδικόν «Εφοπλιστής».  Το αποδεικνύει η πάνδημος προσευχητική συμμετοχή, η των αλιέων της νήσου πληθύς, οι οποίοι προϋπήντησαν τον Άγιον, η συμβολή εις την λαμπρότητα της λιτανευτικής πομπής της Δημοτικής Φιλαρμονικής, του Ναυτικού Αγήματος, των Σπουδαστών της Ναυτικής Ακαδημίας Σύρου, των ανδρών του Λιμενικού Σώματος, του Λυκείου Ελληνίδων, των Μαθητών και Μαθητριών των Σχολείων της Σύρου, των Μαθητών των Χριστιανικών Ομάδων της ημετέρας Μητροπόλεως, των Προσκόπων και των Ναυτοπροσκόπων, του Συνδέσμου Συριανών αλλά και των Ναυτικών Απομάχων καθώς και η τιμητική παρουσία των πλοίων του Πολεμικού μας Ναυτικού «ΣΑΚΙΠΗΣ» και «ΥΔΡΑ», δια την οποία και εκ βαθέων τον Εξοχώτατον Αρχηγόν ΓΓΕΘΑ κύριον Παναγιώτην Χηνοφώτην ευχαριστούμεν.

Δεήθητε, Μακαριώτατε, ίνα η χάρις του Παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος πλουσίως ενοική εις τον Ναόν τούτον, αγιάζουσα και φωτιζουσα τους εν αυτώ κλίνοντας το γόνυ της καρδίας αυτών, ίνα οι οφθαλμοί του Παντοκράτορος Κυρίου, του επί πτερύγων αγγέλων ιστορημένου εις τον θόλον του τρούλλου, το γλυκύτατον πρόσωπον του Οποίου, υπό του εισερχομένου και δια των δεκαέξ διφύλλων τοξοτών παραθύρων διαχεομένου φωτός υπέρ τον ήλιον λαμπρύνεται, ενατενίζωσι προς αυτόν και τα ώτα του ευήκοα ώσι διαρκώς εστραμμένα εις τα δεήσεις των ποιμένων και του λαού.

Τους καταβαλόντας ατρύτους μόχθους και κόπους και πολύ ή ολίγον συνδραμόντας δια την ανακαίνισιν αυτού και οι οποίοι δια των Υμετέρων τιμίων χειρών το διάσημον ευγνωμοσύνης της Ιεράς ημών Μητροπόλεως την επαύριον θα λάβουν, ο Κύριος ευλογήση, στηρίξη και ενδυναμώση εν παντί.

Τους κατ’ αυτόν τον καιρόν ευσυνειδήτως και φιλοπόνως διακονούντας, πρεσβυτέρους, ιεροψάλτας, επιτρόπους, ευπρεπιστάς και τα μέλη της περιωνύμου, ανά την Ελλάδα και διεθνώς, χορωδίας του Ναού, Κύριος ο Θεός δια πρεσβειών του Αγίου διαφυλάττη εν υγεία.

Τους ικανούς του μαρμάρου και της οικοδομικής τέχνης μαΐστορας και τους δεινούς του χρωστήρος χειριστάς, τους δια της εαυτών πολυμόχθου φιλοπονίας τον Ναόν κλεΐσαντας, Κύριος χαρίζη υγείαν και δύναμιν.

Τας ψυχάς των κεκοιμημένων κτητόρων, δωρητών και των μεγάλων ευεργετών, και των Πρεσβυτέρων, των διακονησάντων το ιερόν αυτού Θυσιαστήριον, του χορού των οποίων άρχει εν ουρανοίς ο μακαριστός και πολυσέβαστος εις τον λαόν της Σύρου Αρχιμ. Γρηγόριος Μαραγκός, ο πολλά δια την διαφύλαξιν των κειμηλίων του Ναού και την περίθαλψιν του Λαού εν καιροίς χαλεποίς της Πατρίδος κατοχής μοχθήσας, Κύριος αναπαύση εν χώρα δικαίων.

Ο δε Άγιος Νικόλαος εσαεί σκέποι Υμάς, Θεοτίμητε Ιερουργέ και Αρχιθύτα, υπό την ευλογητήν προστασίαν του Αρχιερατικού ωμοφορίου αυτού, εν υγεία και κραταιότητι και επί μήκιστον αιώνος ποιμαίνοντα την Εκκλησίαν κοσμούντα διά της αρετής, της σοφίας και των υπέρ Αυτής αγώνων τον Πρώτον της Εκκλησίας ημών Θρόνον, εν υπομονή και ελπίδι τα εν Αυτή αναφυόμενα προβλήματα αντιμετωπίζοντα και επιλύοντα, μεθ’ Υμών και πλησίων Υμών ημάς, καίπερ κεχριαίους και μικρούς όντας συνεργούς έχοντα επί παν έργον κατατείνον εις την πρόοδον και την προβολήν της Εκκλησίας ημών.

Δι’ υμάς δε, λαέ του Θεού, της Σύρου, ηγαπημένε, ο προσφιλής και λαοφιλής Άγιος Νικόλαος είη κυβερνήτης εις τον οίακα της ζωής πάντων υμών, κατευθύνων αυτήν εν παντί, σωτήριος και εύδιος λιμήν πάσιν υμίν γενόμενος!

Εμφανίσεις: 15848